Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*Η παρακάτω δημοσίευση, έχει αναρτηθεί με την άδεια του συγγραφέα


Διαλεκτική και Επίκουρος, του Μπάμπη Πατζόγλου

Η λέξη διαλεκτική προέρχεται από την λέξη διαλέγομαι, που σημαίνει διεξάγω συζήτηση. Στην αρχαιότητα όμως με τη διαλεκτική εννοούσαν την τέχνη να φτάνει κανείς στην αλήθεια μέσω τις σύγκρουσης των αντιθέτων απόψεων. Γενικότερα δηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και ανάπτυξη του «διαλόγου» τους, είτε ως την άρση, είτε ως την εναρμόνιση, είτε ως μια νέα σύνθεσή τους.
Όμως ο όρος αυτός από την αρχαιότητα αναφέρεται ειδικότερα στη λογική αμφισβήτηση, δηλαδή στην αρχική τέχνη του «διαλέγεσθαι» με ερωτήσεις και στη συνέχεια με αποκρίσεις. Λέγεται ότι πρώτος που δημιούργησε και εξάσκησε τη τέχνη αυτή ήταν ο Ζήνων ο Ελεάτης, καθώς και οι αρχαίοι σοφιστές και την οποία στη συνέχεια ανέπτυξε ο Πλάτων. Οι σοφιστές την χρησιμοποίησαν σαν μέθοδο της υποκειμενικής γνώμης πάνω στην μάχη του διαλόγου και την δίδαξαν ως ρητορική τέχνη. Ο Πλάτων την θεώρησε σαν μέθοδο για την εύρεση της αντικειμενικής αλήθειας. Ο σκοπός που επιδιώκεται απ’ αυτήν είναι η πρόσβαση προς την ανώτατη πραγματικότητα, την ιδέα. Αυτό γίνεται με την εναλλαγή ανάλυσης και σύνθεσης εννοιών, με την προσθήκη θετικών και αρνητικών κατηγορημάτων στις συζητούμενες έννοιες, ως την τελική άρση των αντιθέσεων με την αποκάλυψη του υποκρυπτόμενου απολύτου, δηλαδή της Ιδέας, όπου σ’ αυτήν δεν υπάρχουν αντιθέσεις. Ο Αριστοτέλης παραμέρισε αργότερα αυτήν την μέθοδο και διατύπωσε τις σταθερές αρχές της ορθής λογικής μεθόδου. Έτσι καθόρισε την αρχή της ταυτότητας που λέει ότι έγκυρος είναι ένας συλλογισμός που στο συμπέρασμά του περικλείει ακριβώς τα στοιχεία που περιέχονται στις συζητούμενες προτάσεις. Δηλαδή σκέπτομαι σωστά, όταν η σκέψη μου μένει σύμφωνη με τον εαυτό της. Σ’ αυτήν την αρχή στηρίζονται τα θεωρητικά μαθηματικά, καθώς και κάθε πραγματικό. Δηλαδή πραγματικό ον για τον Αριστοτέλη είναι μόνο αυτό που συμφωνεί με τον εαυτό του, ενώ όταν υπάρχει αντίθεση υπάρχει και κίνηση. Δεν υπάρχει όμως κίνηση στο αντικείμενο της επιστήμης διότι όλα απορρέουν από ένα αιώνιο και σταθερό ον τον Θεό. Δηλαδή εδώ ο Αριστοτέλης, κάνει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του πνεύματος και της ύλης. Η αντίθεση υπάρχει στην ύλη, η οποία κινούμενη, και παράγει μίγματα, και ανανεώνεται. Ενώ το πνεύμα του καθενός μας τείνει να συμφωνήσει με το ανώτερο πνεύμα, έχοντας σαν βάσει την επιστήμη.
Από τον Αριστοτέλη πήρε και ο υλισμός την αρχή της ταυτότητας με βάση τα πρωταρχικά σταθερά στοιχεία, δηλαδή τα άτομα και ζητεί να περιγραφή κάθε ειδικό ον, να ανευρεθούν μέσα του τα άτομα και να ερμηνευθεί με αναγωγή σ’ αυτά. Αν όμως παραδεχτούμε ότι η λογική διέπεται από την αρχή της ταυτότητας δημιουργεί ένα δίλημμα σε σχέση με την κίνηση ή την ανανέωση. Την βλέπει κανείς ως περιπέτεια ασήμαντη, απλή φαινομενικότητα, ως ασταθές γίγνεσθαι ή την αναγνωρίζει ως μέρος της πραγματικότητας αλλά θεωρεί αδύνατη την προσέγγιση και νόησή της με την λογική; Στο δίλημμα αυτό έρχεται ανεπιτυχώς να δώσει απάντηση η διαλεκτική λογική. Αυτή αρνείται την αρχή της ταυτότητας σαν στεγανό καθοριστικό πλαίσιο της νόησης και υποστηρίζει ότι από το όμοιο μπορεί να προκύψει λογικά το ανόμοιο. Δηλαδή το πραγματικό ον δεν είναι ανάγκη να συμφωνεί με τον εαυτό του. Με λίγα λόγια μας λέει ότι η ύλη παρήχθη από το πνεύμα.

Στους νεότερους χρόνους εκείνος που εφήρμοσε την Διαλεκτική ήταν ο Καντ και ειδικότερα στη μελέτη των αντιφάσεων που ανακύπτουν όταν χρησιμοποιούνται αρχές της εμπειρικής γνώσης πέρα όμως από τα όρια της εμπειρίας. Αλλά και ο Χαγκελ εφήρμοσε τη Διαλεκτική στη διαδικασία όμως εκείνη με την οποία οι όποιες αντιφάσεις καταργούνται (καταλύονται) από κάποιο ανώτερο επίπεδο αλήθειας. Ειδικότερα ο Χέγκελ μελετώντας την ιστορία της φιλοσοφίας διαπίστωσε ότι το κάθε φιλοσόφημα είναι αναγκαστικά μερικό. Ικανοποιεί το πνεύμα από μία πλευρά, γιατί φωτίζει μία όψη της πραγματικότητας, το απογοητεύει όμως από την άλλη, γιατί το πνεύμα διαβλέπει την ανεπάρκεια της συγκεκριμένης ερμηνείας. Έτσι χρειάζεται και μία αντίθετη άποψη για να πληρωθεί το κενό. Δηλαδή η θέση κυοφορεί την αντίθεση. Η αντιπαράθεση όμως της «θέσης» και «αντίθεσης» δεν ικανοποιεί πάλι το πνεύμα. Μπορεί τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς να είναι έγκυρα, αλλά ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Έτσι η θέση και η αντίθεση κινείται προς το ξεπέρασμά της μέσα σε μία νοητική σύλληψη. Και αυτή είναι η σύνθεση. Η σύνθεση, βέβαια, δεν πρέπει να συγχέεται με τον συμβιβασμό των αντιθέσεων, αλλά ως μια νέα σύλληψη, ως μία νέα θέση. Και αν αυτή είναι ανεπαρκής, τότε θα υπάρξει και νέα αντίθεση και νέα σύνθεση κ.ο.κ. Αυτές οι αντιθέσεις προέρχονται από την τάση για καθολική ενότητα, για ολότητα, που κανένα μερικό στοιχείο δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει Αυτή η διαλεκτική πορεία είναι κατά τον Χέγκελ ο νόμος του πνεύματος, αλλά και της πραγματικότητας. Είναι ο διαλεκτικός ιδεαλισμός. Πραγματικότητα είναι το πνεύμα που παίρνει σιγά, σιγά συνείδηση του εαυτού του στην ιστορική διαδικασία. Στην άποψη αυτή, δηλαδή στην θέση, αντίθεση, σύνθεση έγινε κριτική από τον Μαρξ. Αυτός διατυπώνει ότι η διαλεκτική των αντιθέσεων ενυπάρχει στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα και αντανακλάται στην ανθρώπινη συνείδηση, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις που φέρνουν σε επαφή και συσχετισμό τον άνθρωπο με την πραγματικότητα αυτή. Ο δε Ένγκελς υποδεικνύει και προσθέτει ότι η ίδια η διαδικασία και νομοτέλεια των φυσικών φαινομένων έχει διαλεκτικό χαρακτήρα, και η σκέψη συνεπώς μόνο με τις διαλεκτικές μεθόδους μπορεί να την κατανοήσει. Η μαρξιστική διαλεκτική είναι ο λεγόμενος διαλεκτικός υλισμός. Με λίγα λόγια ο Μαρξ και ο Ένγκελς απορρίπτουν κάθε υπερφυσική εξήγηση του Σύμπαντος και δέχονται ότι η ύλη και όλα τα φαινόμενα εξελίσσονται με διαδικασίες, όπου η διαδοχή της θέσεως, αντιθέσεως και συνθέσεως είναι τυπική. Η δε σύνθεση γίνεται συχνότερα σαν ξαφνικό γεγονός ή επαναστατική διεργασία, παρά σαν βαθμιαία εξέλιξη. Εν κατακλείδι, εκείνο που μας λένε ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι ότι όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση, η αντίθεση των οποίων φέρει την επανάσταση.

Λόγια, λόγια, λόγια! Λόγια και μεγάλες κουβέντες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το ολοφάνερο και, όπως αποδεικνύεται, δεν οδηγούν πουθενά. Έτσι πάνω σ’ αυτά τα λίγα που σας είπα σχετικά με τις σπουδαιότερες απόψεις που εκφράστηκαν κατά καιρούς για την διαλεκτική, βλέπουμε στο κοινωνικό πεδίο να υποβόσκει μία διαμάχη, μια εχθρότητα ,ένα μίσος. Και μεταξύ των ιδεαλιστικών φιλοσόφων, και αυτών που ακολουθούν την λεγόμενη υλιστική θεώρηση του κόσμου, και μεταξύ του ιδεαλισμού και του «υλισμού». Όμως, τα αποτελέσματα, όπως θα δούμε στο συμπέρασμά μας, είναι τα ίδια. Και είναι τα ίδια, και διότι είναι αδύνατον να προσδιορίσουν αντικειμενικά το εξεταζόμενο, και γιατί αποτρέπονται να το προσδιορίσουν από αστάθμητους παράγοντες.
Θα μου πείτε υπάρχει διέξοδος από αυτά; Ναι υπάρχει! και αυτή είναι η άποψη του μεγάλου μας δάσκαλου! Του Επίκουρου. Με την διαφορετική στοχοποίηση, την λαϊκή και ανθρωπιστική, συνάμα , εξήγηση του κόσμου που μας περιβάλλει ο Επίκουρος μας εισήγαγε σε μια νέα φιλοσοφία. Αυτή λοιπόν η φιλοσοφία είναι όντως μία ρεαλιστική και εφαρμόσιμη μέθοδος, τόσο στις σχέσεις των ανθρώπων, όσο και στην εξήγηση του κόσμου. Αυτές οι σκέψεις εκφράζουν μία ανθρωποκεντρική σχέση του ατόμου με την αντικειμενική πραγματικότητα. Πίσω απ’ αυτές υποκρύβεται η ελευθερία του ατόμου και η βούλησή του που μας την εκφράζει με την παρέκκλιση των ατόμων. Ακόμα, απ’ ότι φαίνεται από τα λεγόμενά του, για παράδειγμα με το σεληνιακό φως ή με τους σεισμούς, εμείς εξηγούμε κατά το δοκούν, την αντικειμενική πραγματικότητα και δεν την ψάχνουμε στις ιδέες και στους Θεούς ή στη καθολική ενότητα, όπως διατυπώνουν οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι και στην προκειμένη περίπτωση ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης,…. ή ο Χέγκελ. Ακόμα, αυτή δεν καθορίζει τις σχέσεις μας με βάσει τους νόμους της αναγκαιότητας, όπως τουλάχιστον μας λέει ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Γιατί δεν υπάρχει αναγκαιότητα στην φύση. Διότι, αν υπήρχε, κάποιος θα έπρεπε να την είχε θέσει προς ένα σκοπό, ή, αν υπάρχει από μόνη της, πάλι όλα θα έτειναν σε κάποιο σκοπό. Άρα, με τον νόμο της αναλογίας στο κοινωνικό επίπεδο και ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει σκοπό. Οπότε, και οι σκέψεις μας και οι πράξεις μας θα εξυπηρετούσαν τον σκοπό αυτό πράγμα ενάντιο στις βουλητικές μας ενέργειες. Δηλαδή, δεν μας καθορίζει η κοινωνία, ή η οποιαδήποτε ιστορική αναγκαιότητα, αλλά μπορεί ο άνθρωπος να περέμβει με την θέλησή του καταλυτικά, φτιάχνοντας μικροκοινωνίες φίλων.

Ωχ συγνώμη παρασύρθηκα! Προσπαθώ με τα ίδια μέσα να αποδείξω ότι δεν χρειάζεται η διαλεκτική. Προσπαθώ και εγώ με την διαλεκτική να αποδείξω το προφανές. Δηλαδή αυτό που επιβεβαιώνεται με τις αισθήσεις μας. Όμως ο Επίκουρος δεν μπήκε στο σκοτεινό και χωρίς τέλος τούνελ του διαλογισμού, ούτε καν στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ανεύρεσης της αντικειμενικής αλήθειας στα πλαίσια της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης αναπτύσσοντας μεγάλες θεωρίες, ούτε και σε έναν ακατάσχετο βερμπαλισμό. Εδώ καλό θα είναι να εμπεδώσουμε τα λόγια του Επίκουρου που μας λέει: «Διότι θεωρώ πως έχεις να αναφέρεις πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, που παρατήρησες ότι χρησιμοποιούν γελοία τις λέξεις δίνοντάς τους οποιοδήποτε άλλο νόημα εκτός απ’ αυτό που έχουν. Εμείς αντίθετα, δεν χρησιμοποιούμε τις λέξεις έξω από το συνηθισμένο τους νόημα, ούτε μεταβάλλουμε τα ονόματα των ολοφάνερων πραγμάτων». Και του μαθητή του Επίκουρου, του Κολώτη του Λαμψακινού, που μας αναφέρει: «Η κοινή ομιλία όλων μας θα έπρεπε να ήταν η τήρηση των λέξεων σύμφωνα με το πραγματικό τους νόημα και όχι με της υποκειμενική γνώμη του καθενός». Και δεν μπήκε σ’ αυτά τα δαιδαλώδη μονοπάτια, γιατί δεν τον ενδιέφεραν οι μάζες και η καθοδήγησή τους, αλλά αυτός καθ’ εαυτός ο άνθρωπος και η ευτυχία του εδώ και τώρα. Διότι, αν έμπαινε σ’ αυτά, θα είχε σαν σκοπό, στον κοινωνικό τομέα με βάσει τον νόμο της αναλογίας, να ιδρύσει κίνημα με προπαγάνδα και προσηλυτισμό, πράγμα και αντίθετο προς την ευτυχία του ανθρώπου και δεν θα ήταν συνεπής ως προς την άποψη της παρέκκλισης των ατόμων.

Με λίγα λόγια απ’ αυτούς τους φιλόσοφους που αναφέρθηκαν δημιουργηθήκαν στον Δυτικό κόσμο είτε ακούσια, είτε εκούσια, οι δύο διαφορετικές τάσεις του σήμερα. Ο χριστιανισμός σαν κοινωνικό κίνημα και σαν φορέας του ιδεαλισμού, και ο Κομουνισμός σαν φορέας του διαλεκτικού (μεταφυσικού) υλισμού . Και βλέπουμε ότι τα μέσα και ο σκοπός των προαναφερθέντων, είναι τα ίδια. Τα μέσα είναι τα ιερατεία τα οποία μας λένε πως είναι γνώστες της αντικειμενικής πραγματικότητας με σκοπό το καναλιτζάρισμα των μαζών. Και ο σκοπός είναι η κατάργηση της ιστορίας. Να τι μας λέει ο Επίκουρος: «Διότι δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση με αξιώματα κενά περιεχομένου και αυθαίρετους νόμους, αλλά όπως απαιτούν τα φαινόμενα. Διότι η Ζωή μας δεν έχει ανάγκη από παραλογισμό και ανόητες γνώσεις αλλά από ηρεμία». Για τον Επίκουρο τα πράγματα ήταν λυμένα. Διότι το σύμπαν υπήρχε και είναι άπειρο και η εξέταση πέραν του σύμπαντος και το πώς δημιουργήθηκε οδηγεί σε ατέρμονες συζητήσεις χωρίς σκοπό και χωρίς ουσία. Αυτές οι συζητήσεις σε απομακρύνουν από τον στόχο σου που είναι η ηδονή. Ακούστε τι μας λέει για το σύμπαν «Το σύμπαν είναι άπειρο. Διότι ότι είναι πεπερασμένο έχει κάποιο άκρο. Όμως, το άκρο κάποιου πράγματος θεωρείται μόνο σε σχέση με κάτι άλλο. Λοιπόν εφ’ όσον δεν έχει άκρο δεν έχει και τέλος. Και αν δεν έχει τέλος θα είναι άπειρο και όχι πεπερασμένο». Θεώρησε ακόμα πως η γη και ο άνθρωπος δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος αλλά υπάρχουν και άλλοι κόσμοι, είτε όμοιοι, είτε ανόμοιοι με την γη. «Και βέβαια» μας λέει, «υπάρχουν και άπειροι κόσμοι, άλλοι όμοιοι με την γη και άλλοι ανόμοιοι.» Και συμπληρώνει ο Μητρόδωρος ο Λαμψακινός: «Είναι απίθανο να δημιουργηθεί μόνο ένα στάχυ σε μια μεγάλη πεδιάδα και μόνο ένας κόσμος στο άπειρο σύμπαν. Ότι είναι άπειρο το σύμπαν είναι φανερό από τα άπειρα αίτια, διότι όπου είναι ατελείωτα τα αίτια εκεί είναι άπειρα τα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, τα άτομα και τα στοιχεία αποτελούν τα αίτια».

Συμπέρασμα: Αυτή η τάση της εγωιστικής γνώσεως της αντικειμενικής αλήθειας ή πραγματικότητας με παραπλανητικές λέξεις ή εκφράσεις οδηγεί τους εγωπαθείς, στωικούς και μεταφυσικούς επιστήμονες σε διχασμούς, που στον κοινωνικό τομέα εκφράζονται ως αιρέσεις ή διασπάσεις*.

Ποτάμια αίματος χύθηκαν και χύνονται, και όσον αφορά τις ιδεαλιστικές ιδεολογίες, και όσον αφορά τις υλιστικές τοιαύτες. Ενώ ο Επίκουρος μίλησε σταράτα και ντόμπρα όπου απουσιάζει η κάθε παρερμηνεία. Και το σπουδαιότερο μας δίδαξε να σκεπτόμαστε εμείς για εμάς. Να σκεπτόμαστε για την ευτυχία μας και την ηδονή μας και όχι να σκέπτονται οι άλλοι για εμάς και να αποσυνθέτουν την φιλία, την παρέα, την ηδονή στο όνομα ενός Θεού ή μιας αναγκαιότητας. Στο όνομα ενός πρέπει, ενός χρέους ή ενός καθήκοντος. Και για να υπάρξει πραγματική ηδονή, βασικά, θα πρέπει να εξαλειφθεί το άγχος και ο φόβος. Και για να πάψουν να υφίστανται αυτά είναι ανάγκη να μελετήσουμε και την φύση μας, αλλά και την φύση. Να μελετήσουμε την φύση μας γιατί η φύση μας είναι ανάλογη με την φύση του οποιοδήποτε ανθρώπου μιας και όλοι οι άνθρωποι από την ίδια ουσία είναι κατασκευασμένοι. Να μελετήσουμε και να εξηγήσουμε όσο μπορούμε, τόσο τα φυσικά φαινόμενα, όσο και την φύση του σύμπαντος για να μη μας τρομάζουν τόσον τα φαινόμενα αυτά, όσο και η απεραντοσύνη του σύμπαντος . «Δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από τους φόβους για τα σημαντικότερα ζητήματα κάποιος που δεν γνωρίζει την φύση του Σύμπαντος, αλλά πιστεύει σε αυτά που αναφέρουν οι μύθοι. Έτσι δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνουμε ολοκληρωμένες τις ηδονές χωρίς την επιστημονική γνώση». Μας λέει.

Και άρα όπως μας αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος. «Την διαλεκτική οι Επικούρειοι την απορρίπτουν ως αποπροσανατολιστική. Διότι αρκεί οι φυσικοί επιστήμονες να προχωρούν την σκέψη τους χρησιμοποιώντας τις λέξεις που ανταποκρίνονται στα πράγματα.»

*Ως γνωστό τα Θρησκευτικά κινήματα , αλλά και τα πολιτικά, είναι ένας συνδυασμός των Πλατωνικών, των Στωικών και των Κυνικών απόψεων. Έτσι βλέπουμε να υπάρχουν αιρέσεις, εκτός από τον Χριστιανισμό, και στο Μουσουλμανισμό, και στον Βουδισμό κ.τ.λ.. Επίσης ανάλογες αιρέσεις υπάρχουν και στο Κομουνιστικό στρατόπεδο, και στον Καπιταλισμό με τα διάφορα οικονομικά μοντέλα, και στον Αναρχισμό, και στον Φασισμό. Η Επικούρεια όμως φιλοσοφία παραμένει αναλλοίωτη για περισσότερο από 2300 έτη.

Μπάμπης Πατζόγλου, Αθήνα 4 Μαρτίου 2011


Αρχή σελίδας


www.epicuros.gr